- υποστρέφω
- ὑποστρέφω, ΝΜΑ [στρέφω]1. στρέφω προς τα πίσω, πισωγυρίζω2. (για νόσο) υποτροπιάζωνεοελλ.ναυτ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμοαρχ.1. επαναφέρω2. δίνω πίσω, επιστρέφω3. (σχετικά με τόνο) αποβάλλω4. (αμτβ.) α) (ιδίως για τρεπόμενους σε φυγή) στρέφομαι αμέσως ή προς τα πίσωβ) ξαναγυρίζω («ὑποστρεφέτωσαν εἰς τὰς πατρίδας τὰς ἰδίας», πάπ.)γ) στρέφομαι πλάγια για να αποφύγω προσβολή, να αποφύγω χτύπημα5. παθ. ὑποστρέφομαιπεριστρέφομαι από κάτω6. (το αρσ. τής μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) ὑποστρέψας·αντιστρόφως, αντίθετα, ανάποδα.
Dictionary of Greek. 2013.